- πουλάρι
- το, Νο πώλος, νεαρό άλογο, μουλάρι ή γαϊδούρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πωλάριον υποκορ. τού αρχ. πῶλος. Για την τροπή του -ω- σε -ου-, πρβλ. κώδων: κουδούνι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουλάρι — το θηλ. λάρα το νεαρό του γαϊδάρου, του αλόγου ή του μουλαριού, αλλ. πώλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πώλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακραγαντίνος σοφιστής και διδάσκαλος της ρητορικής, μαθητής του μεγάλου σοφιστή Γοργία. Αναφέρεται συχνά στους πλατωνικούς διαλόγους. Έγραψε την Τέχνη, ποίημα ρητορικό, γενεαλογία των Ελλήνων που είχαν πάρει μέρος… … Dictionary of Greek
αλογοπούλαρο — το νεογνό αλόγου, πουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + πουλάρι] … Dictionary of Greek
πουλάρα — η, Ν θηλυκό πουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλάρι + κατάλ. α (πρβλ. μουλάρ α)] … Dictionary of Greek
πωλάδιον — τὸ, Α το πουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. κοπ άδιον)] … Dictionary of Greek
πωλάριον — τὸ, Α (υποκορ. τού πώλος) το πουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + υποκορ. κατάλ. άριο(ν)* (πρβλ. πλοι άριον)] … Dictionary of Greek
πωλάς — άδος, ἡ, Α θηλυκός πώλος, θηλυκό πουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. δορκ άς)] … Dictionary of Greek
υπόπωλος — ον, Α (ιδίως για θηλυκό άλογο) αυτός που έχει από κάτω του και θηλάζει πουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πῶλος «πουλάρι, νεαρό ζώο» (πρβλ. ὑπέρ πωλος)] … Dictionary of Greek
Πωλώ — οῡς, ἡ, Α προσωνυμία τής Αρτέμιδος στη Θάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + κατάλ. ώ θηλ. ονομάτων (πρβλ. Αργ ώ)] … Dictionary of Greek
άβολος — (I) ἄβολος, ον (Α) 1. (για το πουλάρι) αυτό που δεν έχει αλλάξει ακόμη τα πρώτα δόντια του 2. (για το γέρικο άλογο) αυτό που δεν αλλάζει πια δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + βολή < βάλλω]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν παρέχει ευκολίες, ανέσεις, ο … Dictionary of Greek